ὑφόρμισις: Difference between revisions
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
(44) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίσεως, ἡ, Α [[ὑφορμίζω]]<br /><b>1.</b> [[προσόρμιση]] πλοίου<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]]) όρμος, [[λιμάνι]]. | |mltxt=-ίσεως, ἡ, Α [[ὑφορμίζω]]<br /><b>1.</b> [[προσόρμιση]] πλοίου<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]]) όρμος, [[λιμάνι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑφόρμῐσις:''' ἡ, = το επόμ., σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A harbour, anchorage, AP7.699.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφόρμῑσις: ἡ, λιμήν, τόπος πρὸς ἀγκυροβολίαν, οὐ γάρ σοι σκεπανή τις ὑφόρμησις Ἀνθ. Π. 7. 699.
Greek Monolingual
-ίσεως, ἡ, Α ὑφορμίζω
1. προσόρμιση πλοίου
2. (κυρίως) όρμος, λιμάνι.
Greek Monotonic
ὑφόρμῐσις: ἡ, = το επόμ., σε Ανθ.