φλύζω: Difference between revisions
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
(45) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[φλύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του ρ. [[φλύω]] σχηματισμένος από το θ. <i>φλυ</i>- με λαρυγγική [[παρέκταση]] -<i>γ</i>- και [[επίθημα]] -<i>jω</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[φλύω]])]. | |mltxt=Α<br />[[φλύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του ρ. [[φλύω]] σχηματισμένος από το θ. <i>φλυ</i>- με λαρυγγική [[παρέκταση]] -<i>γ</i>- και [[επίθημα]] -<i>jω</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[φλύω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φλύζω:''' βλ. [[φλύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. φλύω.
German (Pape)
[Seite 1293] seltene Nebenform von φλύω, Nic. Al. 214 μανίης ὕπο μυρία φλύζων.
Greek (Liddell-Scott)
φλύζω: ἐν λέξ. φλύω.
Greek Monolingual
Α
φλύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. φλύω σχηματισμένος από το θ. φλυ- με λαρυγγική παρέκταση -γ- και επίθημα -jω (βλ. και λ. φλύω)].
Greek Monotonic
φλύζω: βλ. φλύω.