φυγόπονος: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φυγόπονος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αποφεύγει τους κόπους, την [[εργασία]], [[οκνηρός]], [[τεμπέλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φυγο</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυγ</i>- του αορ. β' <i>ἔ</i>-<i>φυγ</i>-<i>ον</i> του ρ. [[φεύγω]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μισό</i>-<i>πονος</i>, <i>παυσί</i>-<i>πονος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[φυγόπονος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αποφεύγει τους κόπους, την [[εργασία]], [[οκνηρός]], [[τεμπέλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φυγο</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυγ</i>- του αορ. β' <i>ἔ</i>-<i>φυγ</i>-<i>ον</i> του ρ. [[φεύγω]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μισό</i>-<i>πονος</i>, <i>παυσί</i>-<i>πονος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῠγόπονος:''' ὁ, αυτός που αποφεύγει τη δουλειά ή τις ταλαιπωρίες, σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγόπονος Medium diacritics: φυγόπονος Low diacritics: φυγόπονος Capitals: ΦΥΓΟΠΟΝΟΣ
Transliteration A: phygóponos Transliteration B: phygoponos Transliteration C: fygoponos Beta Code: fugo/ponos

English (LSJ)

ον,

   A shunning work or hardship, Plb.39.1.10.

German (Pape)

[Seite 1312] Arbeit, Anstrengung fliehend, arbeitsscheu, Pol. 40, 6,10.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγόπονος: -ον, ὁ ἀποφεύγων τοὺς κόπους, ὁ μὴ θέλων νὰ ἐργασθῇ, Πολύβ. 40. 6, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fuit le travail ou la fatigue, paresseux.
Étymologie: φεύγω, πόνος.

Greek Monolingual

-η, -ο / φυγόπονος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αποφεύγει τους κόπους, την εργασία, οκνηρός, τεμπέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' -φυγ-ον του ρ. φεύγω) + πόνος (πρβλ. μισό-πονος, παυσί-πονος)].

Greek Monotonic

φῠγόπονος: ὁ, αυτός που αποφεύγει τη δουλειά ή τις ταλαιπωρίες, σε Πολύβ.