ὑψήγορος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(44)
(6)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μιλάει κομπαστικά, [[κομπορρήμων]], [[αλαζόνας]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με ύφος) [[υψηλός]], [[μεγαλοπρεπής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑψηγόρως</i> Α<br />με υψηλό, με μεγαλοπρεπές ύφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλ</i>-<i>ήγορος</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μιλάει κομπαστικά, [[κομπορρήμων]], [[αλαζόνας]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με ύφος) [[υψηλός]], [[μεγαλοπρεπής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑψηγόρως</i> Α<br />με υψηλό, με μεγαλοπρεπές ύφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλ</i>-<i>ήγορος</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑψήγορος:''' -ον ([[ἀγορεύω]]), [[πολυλογάς]], [[στομφώδης]], [[μεγαλόστομος]], [[κομπορρήμων]], [[καυχησιάρης]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψήγορος Medium diacritics: ὑψήγορος Low diacritics: υψήγορος Capitals: ΥΨΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: hypsḗgoros Transliteration B: hypsēgoros Transliteration C: ypsigoros Beta Code: u(yh/goros

English (LSJ)

ον,

   A grandiloquent, vaunting, A.Pr.320,362; sublime, Ph.1.473.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψήγορος: -ον, μεγαλήγορος, Αἰσχύλ. Πρ. 318, 360· ὑψηλὸς τὸ ὕφος, Φίλων 1. 473. ― Ἐπίρρ. -ρως, Κλήμ. Ἀλ. 802.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που μιλάει κομπαστικά, κομπορρήμων, αλαζόνας
2. (σχετικά με ύφος) υψηλός, μεγαλοπρεπής.
επίρρ...
ὑψηγόρως Α
με υψηλό, με μεγαλοπρεπές ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. μεγαλ-ήγορος, με έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ὑψήγορος: -ον (ἀγορεύω), πολυλογάς, στομφώδης, μεγαλόστομος, κομπορρήμων, καυχησιάρης, σε Αισχύλ.