στομφώδης
From LSJ
English (LSJ)
στομφῶδες, = στομφός, (high-sounding, bombastic, bragging, grandiloquent) Sch.Hermog. in Rh.7(2).963 W., Herm. in Phdr.p.63A.
Greek Monolingual
-ες / στομφώδης, -ῶδες, ΝΑ στόμφος
αυτός που χαρακτηρίζεται από στόμφο, πομπώδης, κομπαστικός.