ἀναρίστητος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναρίστητος]], -ον (Α) [[αναριστώ]]<br />αυτός που δεν προγευμάτισε.
|mltxt=[[ἀναρίστητος]], -ον (Α) [[αναριστώ]]<br />αυτός που δεν προγευμάτισε.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνᾱρίστητος:''' Arph. = [[ἀνάριστος]].
}}
}}

Revision as of 05:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνᾱρίστητος Medium diacritics: ἀναρίστητος Low diacritics: αναρίστητος Capitals: ΑΝΑΡΙΣΤΗΤΟΣ
Transliteration A: anarístētos Transliteration B: anaristētos Transliteration C: anaristitos Beta Code: a)nari/sthtos

English (LSJ)

ον,

   A not having breakfasted, Eup.68, Ar.Fr.454, Gal.15.562.

German (Pape)

[Seite 205] der nochnicht gefrühstückt hat, nüchtern, Antiphan. u. Timocl. com. bei Suid.; Eupol. bei Ath. II, 47 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνᾱρίστητος: -ον, ὁ μὴ προγευματίσας, ἀπρογευμάτιστος, ἀναρίστητος ὢν κοὐδὲν βεβρωκώς, ἀλλά γὰρ στέφανον ἔχων Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 3, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 391, κτλ.

Spanish (DGE)

(ἀνᾱρίστητος) -ον
que no ha almorzado Eup.68, Ar.Fr.454, Gal.15.562.

Greek Monolingual

ἀναρίστητος, -ον (Α) αναριστώ
αυτός που δεν προγευμάτισε.

Russian (Dvoretsky)

ἀνᾱρίστητος: Arph. = ἀνάριστος.