μιξόλευκος: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μιξόλευκος:''' -ον, [[ανάμεικτος]] με [[λευκό]] [[χρώμα]], σε Λουκ.
|lsmtext='''μιξόλευκος:''' -ον, [[ανάμεικτος]] με [[λευκό]] [[χρώμα]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μιξόλευκος:''' (лишь) наполовину белый Luc.
}}
}}

Revision as of 05:59, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιξόλευκος Medium diacritics: μιξόλευκος Low diacritics: μιξόλευκος Capitals: ΜΙΞΟΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: mixóleukos Transliteration B: mixoleukos Transliteration C: miksolefkos Beta Code: mico/leukos

English (LSJ)

ον,

   A mixed with white, Luc.Bis Acc.8.

German (Pape)

[Seite 189] mit Weiß gemischt, Luc. bis accus. 8.

Greek (Liddell-Scott)

μιξόλευκος: -ον, μεμιγμένος μετὰ λευκοῦ, Λουκ. Δὶς Κατηγορ. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mêlé de blanc.
Étymologie: μίγνυμι, λευκός.

Greek Monolingual

μιξόλευκος, -ον (Α)
αναμεμιγμένος με λευκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξο- του μίγνυμι / μείγνυμι + λευκός.

Greek Monotonic

μιξόλευκος: -ον, ανάμεικτος με λευκό χρώμα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μιξόλευκος: (лишь) наполовину белый Luc.