ἔμπλεως: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
(big3_14)
(2)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ων<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἔμπλεος, -ον Hdt.1.59; ép. [[ἔμπλειος]], -η, -ον <i>Od</i>.18.118; ἐνίπλειος <i>Od</i>.14.113, Leon.2456P.; tard. ἐνίπλεος A.R.3.119, Orph.<i>L</i>.192<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. sg. ac. ἔμπλεα Nic.<i>Al</i>.164]<br />[[lleno]] gener. c. gen.:<br /><b class="num">a)</b> en el interior [[lleno]], [[repleto]] φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείην <i>Od</i>.22.3, [[γαστήρ]] ... ἐμπλείη κνίσης τε καὶ αἵματος tripa rellena de grasa y sangre</i> como manjar <i>Od</i>.18.118, cf. Theoc.25.207, σκῦφος ... οἴνου ἐνίπλειον <i>Od</i>.14.113, λέβητες ... κρεῶν ... ἔμπλεοι Hdt.l.c., λύχνα ... ἐμβάφια ἔμπλεα ἁλὸς καὶ ἐλαίου Hdt.2.62, cf. Hp.<i>Epid</i>.6.4.8, ἔμπλεον ὄλπιν un pomo lleno hasta arriba</i> Call.<i>Fr</i>.534, ἁλὸς ἔμπλεα κύμβην Nic.<i>Al</i>.164, cf. 162, ὄξεος ἔμπλεον [[ἄγγος]] Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.19.29;<br /><b class="num">b)</b> externamente [[lleno]], [[cubierto]] κύων ... ἐνίπλειος κυνοραιστέων perro lleno de garrapatas</i>, <i>Od</i>.17.300;<br /><b class="num">c)</b> c. límites borrosos o abstr. [[δῶμα]] ... ἐνίπλειον βιότοιο casa llena de riquezas</i>, <i>Od</i>.19.580, cf. <i>h.Merc</i>.248, ἀχαΐνην στέατος ἔμπλεων τράγον cómete la hogaza llena de grasa</i>, <i>Carm.Pop</i>.1, (οἶκος) ἔ. ... φόνοιο Mosch.4.16<br /><b class="num">•</b>[[lleno]], [[compuesto totalmente o en gran parte por]] πᾶν δ' ἔμπλεόν ἐστιν ἐόντος Parm.B 8.24, γῆς ἢ κόπρου ... ἔμπλεων (τὸ κέαρ) Pl.<i>Tht</i>.194e, cf. 156e, <i>Phd</i>.110c;<br /><b class="num">d)</b> fig. ἥνπερ (στήλην) ἔτευξαν παῖδες ἐμοὶ πάσης ἔνπλεον εὐσ[ε] βίης (estela) que construyeron mis hijos rebosante de piedad</i>, <i>IHadrianopolis</i> 48.8 (imper.), de pers. ὀργίλοι ... γεγένηνται, δυσκολίας ἔμπλεῳ Pl.<i>R</i>.411c, τὸ δὲ μειράκιον ... πάσης πονηρίας ἔμπλεων Plb.27.15.6, οἱ φρονήματος ἀνδρειοτέρου πεφυκότες ἔμπλεοι Plu.2.113a, cf. I.<i>AI</i> 15.44, αὐτὸν ... ἀγῶνος ἔμπλεων ἀποτελέσεις Longin.26.3, τὸ σ[ιδ] ηροῦν γένος ξυμφορῶν ἔμπλεων Fauorin.<i>de Ex</i>.24.17, ἐ. πλάνης Leon.l.c., ἁσυχίας <i>AP</i> 7.424 (Antip.Sid.), cf. 574 (Agath.), Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.7.49, de anim. (κόρακες) φωνῆς ἔμπλειοι Arat.1006.
|dgtxt=-ων<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἔμπλεος, -ον Hdt.1.59; ép. [[ἔμπλειος]], -η, -ον <i>Od</i>.18.118; ἐνίπλειος <i>Od</i>.14.113, Leon.2456P.; tard. ἐνίπλεος A.R.3.119, Orph.<i>L</i>.192<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. sg. ac. ἔμπλεα Nic.<i>Al</i>.164]<br />[[lleno]] gener. c. gen.:<br /><b class="num">a)</b> en el interior [[lleno]], [[repleto]] φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείην <i>Od</i>.22.3, [[γαστήρ]] ... ἐμπλείη κνίσης τε καὶ αἵματος tripa rellena de grasa y sangre</i> como manjar <i>Od</i>.18.118, cf. Theoc.25.207, σκῦφος ... οἴνου ἐνίπλειον <i>Od</i>.14.113, λέβητες ... κρεῶν ... ἔμπλεοι Hdt.l.c., λύχνα ... ἐμβάφια ἔμπλεα ἁλὸς καὶ ἐλαίου Hdt.2.62, cf. Hp.<i>Epid</i>.6.4.8, ἔμπλεον ὄλπιν un pomo lleno hasta arriba</i> Call.<i>Fr</i>.534, ἁλὸς ἔμπλεα κύμβην Nic.<i>Al</i>.164, cf. 162, ὄξεος ἔμπλεον [[ἄγγος]] Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.19.29;<br /><b class="num">b)</b> externamente [[lleno]], [[cubierto]] κύων ... ἐνίπλειος κυνοραιστέων perro lleno de garrapatas</i>, <i>Od</i>.17.300;<br /><b class="num">c)</b> c. límites borrosos o abstr. [[δῶμα]] ... ἐνίπλειον βιότοιο casa llena de riquezas</i>, <i>Od</i>.19.580, cf. <i>h.Merc</i>.248, ἀχαΐνην στέατος ἔμπλεων τράγον cómete la hogaza llena de grasa</i>, <i>Carm.Pop</i>.1, (οἶκος) ἔ. ... φόνοιο Mosch.4.16<br /><b class="num">•</b>[[lleno]], [[compuesto totalmente o en gran parte por]] πᾶν δ' ἔμπλεόν ἐστιν ἐόντος Parm.B 8.24, γῆς ἢ κόπρου ... ἔμπλεων (τὸ κέαρ) Pl.<i>Tht</i>.194e, cf. 156e, <i>Phd</i>.110c;<br /><b class="num">d)</b> fig. ἥνπερ (στήλην) ἔτευξαν παῖδες ἐμοὶ πάσης ἔνπλεον εὐσ[ε] βίης (estela) que construyeron mis hijos rebosante de piedad</i>, <i>IHadrianopolis</i> 48.8 (imper.), de pers. ὀργίλοι ... γεγένηνται, δυσκολίας ἔμπλεῳ Pl.<i>R</i>.411c, τὸ δὲ μειράκιον ... πάσης πονηρίας ἔμπλεων Plb.27.15.6, οἱ φρονήματος ἀνδρειοτέρου πεφυκότες ἔμπλεοι Plu.2.113a, cf. I.<i>AI</i> 15.44, αὐτὸν ... ἀγῶνος ἔμπλεων ἀποτελέσεις Longin.26.3, τὸ σ[ιδ] ηροῦν γένος ξυμφορῶν ἔμπλεων Fauorin.<i>de Ex</i>.24.17, ἐ. πλάνης Leon.l.c., ἁσυχίας <i>AP</i> 7.424 (Antip.Sid.), cf. 574 (Agath.), Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.7.49, de anim. (κόρακες) φωνῆς ἔμπλειοι Arat.1006.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔμπλεως:''' атт. = [[ἔμπλεος]].
}}
}}

Revision as of 06:00, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 814] ων, att. = ἔμπλεος.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
att. c. ἔμπλεος.

Spanish (DGE)

-ων

• Alolema(s): ἔμπλεος, -ον Hdt.1.59; ép. ἔμπλειος, -η, -ον Od.18.118; ἐνίπλειος Od.14.113, Leon.2456P.; tard. ἐνίπλεος A.R.3.119, Orph.L.192

• Morfología: [fem. sg. ac. ἔμπλεα Nic.Al.164]
lleno gener. c. gen.:
a) en el interior lleno, repleto φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείην Od.22.3, γαστήρ ... ἐμπλείη κνίσης τε καὶ αἵματος tripa rellena de grasa y sangre como manjar Od.18.118, cf. Theoc.25.207, σκῦφος ... οἴνου ἐνίπλειον Od.14.113, λέβητες ... κρεῶν ... ἔμπλεοι Hdt.l.c., λύχνα ... ἐμβάφια ἔμπλεα ἁλὸς καὶ ἐλαίου Hdt.2.62, cf. Hp.Epid.6.4.8, ἔμπλεον ὄλπιν un pomo lleno hasta arriba Call.Fr.534, ἁλὸς ἔμπλεα κύμβην Nic.Al.164, cf. 162, ὄξεος ἔμπλεον ἄγγος Nonn.Par.Eu.Io.19.29;
b) externamente lleno, cubierto κύων ... ἐνίπλειος κυνοραιστέων perro lleno de garrapatas, Od.17.300;
c) c. límites borrosos o abstr. δῶμα ... ἐνίπλειον βιότοιο casa llena de riquezas, Od.19.580, cf. h.Merc.248, ἀχαΐνην στέατος ἔμπλεων τράγον cómete la hogaza llena de grasa, Carm.Pop.1, (οἶκος) ἔ. ... φόνοιο Mosch.4.16
lleno, compuesto totalmente o en gran parte por πᾶν δ' ἔμπλεόν ἐστιν ἐόντος Parm.B 8.24, γῆς ἢ κόπρου ... ἔμπλεων (τὸ κέαρ) Pl.Tht.194e, cf. 156e, Phd.110c;
d) fig. ἥνπερ (στήλην) ἔτευξαν παῖδες ἐμοὶ πάσης ἔνπλεον εὐσ[ε] βίης (estela) que construyeron mis hijos rebosante de piedad, IHadrianopolis 48.8 (imper.), de pers. ὀργίλοι ... γεγένηνται, δυσκολίας ἔμπλεῳ Pl.R.411c, τὸ δὲ μειράκιον ... πάσης πονηρίας ἔμπλεων Plb.27.15.6, οἱ φρονήματος ἀνδρειοτέρου πεφυκότες ἔμπλεοι Plu.2.113a, cf. I.AI 15.44, αὐτὸν ... ἀγῶνος ἔμπλεων ἀποτελέσεις Longin.26.3, τὸ σ[ιδ] ηροῦν γένος ξυμφορῶν ἔμπλεων Fauorin.de Ex.24.17, ἐ. πλάνης Leon.l.c., ἁσυχίας AP 7.424 (Antip.Sid.), cf. 574 (Agath.), Nonn.Par.Eu.Io.7.49, de anim. (κόρακες) φωνῆς ἔμπλειοι Arat.1006.

Russian (Dvoretsky)

ἔμπλεως: атт. = ἔμπλεος.