λιμνίον: Difference between revisions
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
(23) |
(3) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[λιμνίον]]) [[λίμνη]]<br />μικρή [[λίμνη]], μικρή [[κοιλότητα]] του εδάφους γεμάτη με [[νερό]]. | |mltxt=το (Α [[λιμνίον]]) [[λίμνη]]<br />μικρή [[λίμνη]], μικρή [[κοιλότητα]] του εδάφους γεμάτη με [[νερό]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λιμνίον:''' τό болотце или озерцо Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 48] τό, dim. von λίμνη, kleiner Teich, Arist. mirab. ausc. 112.
Greek (Liddell-Scott)
λιμνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ λίμνη, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 112. 1.
Greek Monolingual
το (Α λιμνίον) λίμνη
μικρή λίμνη, μικρή κοιλότητα του εδάφους γεμάτη με νερό.
Russian (Dvoretsky)
λιμνίον: τό болотце или озерцо Arst.