δύσβρωτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
(10)
(2)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δύσβρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρώγεται δύσκολα.
|mltxt=[[δύσβρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρώγεται δύσκολα.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσβρωτος:''' негодный для еды, неудобоваримый ([[τροφή]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:00, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 677] ungenießbar, Plut. Symp. 4, 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

δύσβρωτος: -ον, ὃν δυσκόλως δύναταί τις νὰ φάγῃ, Πλούτ. 2. 668E.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à manger.
Étymologie: δυσ-, βιβρώσκω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de masticar δύσβρωτα ... καὶ δυσκατάποτα Sud.s.u. κύων παρ' ἐντέροις.

Greek Monolingual

δύσβρωτος, -ον (Α)
αυτός που τρώγεται δύσκολα.

Russian (Dvoretsky)

δύσβρωτος: негодный для еды, неудобоваримый (τροφή Plut.).