φρυγιστί: Difference between revisions

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
(45)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] στη μουσ.) [[κατά]] τον φρύγιο τρόπο («ἐν τοῑς φρυγιστὶ μέλεσι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατά]] την φρυγική διάλεκτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Φρυγία</i> / [[Φρύξ]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ιστί</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λυδ</i>-<i>ιστί</i>, <i>μηδ</i>-<i>ιστί</i>)].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] στη μουσ.) [[κατά]] τον φρύγιο τρόπο («ἐν τοῑς φρυγιστὶ μέλεσι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατά]] την φρυγική διάλεκτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Φρυγία</i> / [[Φρύξ]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ιστί</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λυδ</i>-<i>ιστί</i>, <i>μηδ</i>-<i>ιστί</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''φρῠγιστί:''' adv. по-фригийски, на фригийский лад Plat., Arst. etc.
}}
}}

Revision as of 06:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρῠγιστί Medium diacritics: φρυγιστί Low diacritics: φρυγιστί Capitals: ΦΡΥΓΙΣΤΙ
Transliteration A: phrygistí Transliteration B: phrygisti Transliteration C: frygisti Beta Code: frugisti/

English (LSJ)

Adv., of music,

   A in the Phrygian mode, Pl.R.399a; ἡ Φ. (sc. ἁρμονία) Arist.Pol.1290a21, 1340b5; τὰ Φ. μέλη ib. 1342b6.

Greek (Liddell-Scott)

φρῠγιστί: ἐπίρρ. δηλοῦν τρόπον μουσικῆς, κατὰ τὸν Φρύγιον τρόπον, Πλάτ. Πολ. 399Α· ἡ φρ. (ἐξυπακ. ἁρμονία) Ἀριστ. Πρβλ. 4. 3, 7., 8. 5, 22· τὰ φρ. μέλη αὐτόθι 8. 7, 10· πρβλ. Φρύγιος Ι. 2.

French (Bailly abrégé)

adv.
à la manière des Phrygiens ; selon le mode phrygien.
Étymologie: Φρύξ.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. (ιδίως στη μουσ.) κατά τον φρύγιο τρόπο («ἐν τοῑς φρυγιστὶ μέλεσι», Αριστοτ.)
2. κατά την φρυγική διάλεκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φρυγία / Φρύξ + επιρρμ. κατάλ. -ιστί (πρβλ. λυδ-ιστί, μηδ-ιστί)].

Russian (Dvoretsky)

φρῠγιστί: adv. по-фригийски, на фригийский лад Plat., Arst. etc.