σφηκός: Difference between revisions
From LSJ
(40) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[σφήκα]]<br /><b>2.</b> η [[κορυφή]] της περικεφαλαίας όπου μπήγονταν το [[λοφίο]], αλλ. [[σφήκωμα]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σφηκοί<br />οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι, [[ἔνιοι]] δὲ ῥωμαλέους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[σφήξ]], -<i>ηκός</i> «[[σφήκα]]»]. | |mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[σφήκα]]<br /><b>2.</b> η [[κορυφή]] της περικεφαλαίας όπου μπήγονταν το [[λοφίο]], αλλ. [[σφήκωμα]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σφηκοί<br />οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι, [[ἔνιοι]] δὲ ῥωμαλέους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[σφήξ]], -<i>ηκός</i> «[[σφήκα]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σφηκός:''' οῦ adj. m Soph. = [[σφηκώδης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A = σφηκώδης 1, S.Fr.29. II = σφήκωμα 1, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
σφηκός: ὁ, σφηκώδης Ι, Σοφ. Ἀποσπ. 27, «σφηκοί· οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι. ἔνιοι δὲ ῥωμαλέους» Ἡσύχ. ΙΙ. σφήκωμα ΙΙ, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. αυτός που μοιάζει με σφήκα
2. η κορυφή της περικεφαλαίας όπου μπήγονταν το λοφίο, αλλ. σφήκωμα
3. (κατά τον Ησύχ.) «σφηκοί
οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι, ἔνιοι δὲ ῥωμαλέους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σφήξ, -ηκός «σφήκα»].
Russian (Dvoretsky)
σφηκός: οῦ adj. m Soph. = σφηκώδης.