σκελίς: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig
(6_12) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκελίς''': -ίδος, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[σχελίς]], ὃ ἴδε. ΙΙ. ἴδε ἐν λέξ. [[σκελλίς]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σκελίδες· τὰ περιμήκη τμήματα». | |lstext='''σκελίς''': -ίδος, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[σχελίς]], ὃ ἴδε. ΙΙ. ἴδε ἐν λέξ. [[σκελλίς]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σκελίδες· τὰ περιμήκη τμήματα». | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκελίς:''' ίδος ἡ Plut. = [[σχελίς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ, later form for σχελίς (q.v.). II v. σκελλίς.
German (Pape)
[Seite 891] ίδος, ἡ, att. σχελίς, der Hinterfuß und die Hüfte eines Thieres, vom Schweine der Schinken, nach Hesych. der Theil vom Rückgrat an bis an den Unterleib; σχελίδες ὁλόκνημοι, Pherecrat. bei Ath. VI, 296 a; s. σχελίς.
Greek (Liddell-Scott)
σκελίς: -ίδος, μεταγεν. τύπος τοῦ σχελίς, ὃ ἴδε. ΙΙ. ἴδε ἐν λέξ. σκελλίς. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σκελίδες· τὰ περιμήκη τμήματα».
Russian (Dvoretsky)
σκελίς: ίδος ἡ Plut. = σχελίς.