θριγγός: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
(17)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θριγγός]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[θριγκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του [[θριγκός]]].
|mltxt=[[θριγγός]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[θριγκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του [[θριγκός]]].
}}
{{elru
|elrutext='''θριγγός:''' ὁ Plut. = [[θριγκός]].
}}
}}

Revision as of 06:20, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1218] Sp., weichere Formen für θριγκίον, θριγκός; – θριγγεῖον, Eum., ist f. l.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
réc. c. θριγκός.

Greek Monolingual

θριγγός, ὁ (Α)
βλ. θριγκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του θριγκός].

Russian (Dvoretsky)

θριγγός: ὁ Plut. = θριγκός.