διαζευγμός: Difference between revisions
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(9) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διαζευγμός]], ο (Α)<br />η [[διάζευξη]]. | |mltxt=[[διαζευγμός]], ο (Α)<br />η [[διάζευξη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαζευγμός:''' ὁ разделение, разобщение (τῶν στρατοπέδων Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A = διάζευξις, Plb.10.7.1.
German (Pape)
[Seite 577] ὁ, Trennung, Pol. 10, 7, 1.
Greek (Liddell-Scott)
διαζευγμός: ὁ, = διάζευξις, Πολύβ. 10. 7, 1.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ separación, desunión Plb.10.7.1.
Greek Monolingual
διαζευγμός, ο (Α)
η διάζευξη.
Russian (Dvoretsky)
διαζευγμός: ὁ разделение, разобщение (τῶν στρατοπέδων Polyb.).