Σαρδιανικός: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
(36)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[Σαρδιανός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σαρδιανό ή στις [[Σάρδεις]] («ἵνα μή σε βάψω [[βάμμα]] Σαρδιανικόν», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=-ή, -όν, Α [[Σαρδιανός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σαρδιανό ή στις [[Σάρδεις]] («ἵνα μή σε βάψω [[βάμμα]] Σαρδιανικόν», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''Σαρδιᾱνικός:''' сардский Arph.
}}
}}

Revision as of 06:20, 31 December 2018

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α Σαρδιανός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σαρδιανό ή στις Σάρδεις («ἵνα μή σε βάψω βάμμα Σαρδιανικόν», Αριστοφ.).

Russian (Dvoretsky)

Σαρδιᾱνικός: сардский Arph.