μασχαλίσματα: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
(6_21) |
(3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μασχᾰλίσματα''': τά, τὰ ἠκρωτηριασμένα [[μέλη]] πτώματος, Σοφ. Ἀποσπ. 562b. 2) «τὰ τοῖς μηροῖς ἐπιτιθέμενα ἀπὸ τῶν ὤμων κρέα ἐν ταῖς τῶν θεῶν θυσίαις» Σουΐδ., Ἡσύχ. | |lstext='''μασχᾰλίσματα''': τά, τὰ ἠκρωτηριασμένα [[μέλη]] πτώματος, Σοφ. Ἀποσπ. 562b. 2) «τὰ τοῖς μηροῖς ἐπιτιθέμενα ἀπὸ τῶν ὤμων κρέα ἐν ταῖς τῶν θεῶν θυσίαις» Σουΐδ., Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μασχᾰλίσματα:''' τά отрубленные части тела Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 31 December 2018
English (LSJ)
τά,
A extremities cut off from a corpse, S.Fr.623. 2 flesh of the shoulders, laid on the haunches at sacrifices, Hsch., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
μασχᾰλίσματα: τά, τὰ ἠκρωτηριασμένα μέλη πτώματος, Σοφ. Ἀποσπ. 562b. 2) «τὰ τοῖς μηροῖς ἐπιτιθέμενα ἀπὸ τῶν ὤμων κρέα ἐν ταῖς τῶν θεῶν θυσίαις» Σουΐδ., Ἡσύχ.
Russian (Dvoretsky)
μασχᾰλίσματα: τά отрубленные части тела Soph.