ἀνεξερεύνητος: Difference between revisions

From LSJ

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
(4)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεξερεύνητος]], -ον)<br />αυτός που δεν εξερευνήθηκε ή δεν μπορεί να εξερευνηθεί.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεξερεύνητος]], -ον)<br />αυτός που δεν εξερευνήθηκε ή δεν μπορεί να εξερευνηθεί.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεξερεύνητος:''' NT v. l. = [[ἀνεξεραύνητος]].
}}
}}

Revision as of 06:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεξερεύνητος Medium diacritics: ἀνεξερεύνητος Low diacritics: ανεξερεύνητος Capitals: ΑΝΕΞΕΡΕΥΝΗΤΟΣ
Transliteration A: anexereúnētos Transliteration B: anexereunētos Transliteration C: aneksereynitos Beta Code: a)necereu/nhtos

English (LSJ)

(Hellenistic ἀνεξεραύν-), ον,

   A not to be searched out, Heraclit.18, Ep.Rom.11.33, D.C.69.14.

German (Pape)

[Seite 223] nicht auszuspüren, verborgen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξερεύνητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐξερευνήσῃ, Ἡράκλειτ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 437, Δίων Κ. 69. 14. - Ἐπίρρ. -τως Ἀνδρέας Κρήτ. σ. 31.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): Koiné ἀνεξεραύνητος Ep.Rom.11.33
1 no investigado, γράμμα Origenes Fr.Hom.39 in Ier.2.
2 ininvestigable, insondable τὸ ἀνέλπιστον Heraclit.B 18
de Dios y sus juicios divinos ἀ. τὰ κρίματα αὐτοῦ Ep.Rom.l.c., cf. Dion.Ar.DN M.3.588C
neutr. subst. τὸ ἀ. τῶν ἀβύσσων τοῦ θεοῦ κριμάτων Nil.M.79.89D.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of ἐξερευνάω; not searched out, i.e. (by implication) inscrutable: unsearchable.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνεξερεύνητος, -ον)
αυτός που δεν εξερευνήθηκε ή δεν μπορεί να εξερευνηθεί.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεξερεύνητος: NT v. l. = ἀνεξεραύνητος.