παιωνικός: Difference between revisions
From LSJ
τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions
(30) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παιωνικός]], -ή, -όν (Α) [[παιών]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατρική [[τέχνη]], [[θεραπευτικός]]<br /><b>2.</b> (για μετρικό [[πόδα]]) αυτός που αποτελείται από παιώνες («παιωνικαὶ ῥυθμοποιίαι», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=[[παιωνικός]], -ή, -όν (Α) [[παιών]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατρική [[τέχνη]], [[θεραπευτικός]]<br /><b>2.</b> (για μετρικό [[πόδα]]) αυτός που αποτελείται από παιώνες («παιωνικαὶ ῥυθμοποιίαι», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παιωνικός:''' пэанический ([[ῥυθμοποιΐα]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A healing, φάρμακα Gal.19.169; ἐνέργειαι Procl. in Cra.p.100 P. II (Παιάν 111) paeonic, ῥυθμοποιίαι Plu.2.1143d; κῶλον Demetr. Eloc.41, Sch.Ar.Eq.303; [μέτρον] Heph.13.1.
German (Pape)
[Seite 444] v. l. für παιανικός, bei Ath. XIV, 696 e. – Aus päonischen Versfüßen bestehend, Schol. Ar. Equ. 303.
Greek Monolingual
παιωνικός, -ή, -όν (Α) παιών
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατρική τέχνη, θεραπευτικός
2. (για μετρικό πόδα) αυτός που αποτελείται από παιώνες («παιωνικαὶ ῥυθμοποιίαι», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
παιωνικός: пэанический (ῥυθμοποιΐα Plut.).