ἀποσκόπιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσκόπιος:''' -ον ([[σκοπός]]), αυτός που αποτυγχάνει στο [[σημάδι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀποσκόπιος:''' -ον ([[σκοπός]]), αυτός που αποτυγχάνει στο [[σημάδι]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσκόπιος:''' бьющий мимо цели (ἀφάμαρτον Anth.).
}}
}}

Revision as of 06:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκόπιος Medium diacritics: ἀποσκόπιος Low diacritics: αποσκόπιος Capitals: ΑΠΟΣΚΟΠΙΟΣ
Transliteration A: aposkópios Transliteration B: aposkopios Transliteration C: aposkopios Beta Code: a)posko/pios

English (LSJ)

ον,

   A far from the mark, ἀ. ἀφάμαρτον App.Anth. 3.59 (Ptol.).

German (Pape)

[Seite 325] vom Ziele ab, ἀφάμαρτον Ptolem. ep. 1 (App. 70).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκόπιος: -ον, μακρὰν τοῦ σκοποῦ, ἀποσκόπιοι δ’ ἀφάμαρτον Ἀνθ. Π. παράρτ. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’écarte du but.
Étymologie: ἀπόσκοπος.

Spanish (DGE)

-ον
lejos del blanco ἀφάμαρτον Ptol.SHell.712.3 (ap. crít.).

Greek Monotonic

ἀποσκόπιος: -ον (σκοπός), αυτός που αποτυγχάνει στο σημάδι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκόπιος: бьющий мимо цели (ἀφάμαρτον Anth.).