χασματίας: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
(46)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[είδος]] δυνατού σεισμού που προξενεί ρωγμές στο [[έδαφος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «δράκοντες χασματίαι» — δράκοι με μεγάλα και πολύ ανοιχτά στόματα (Κ Μανασσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάσμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στιγματ</i>-<i>ίας</i>, <i>τραυματ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[είδος]] δυνατού σεισμού που προξενεί ρωγμές στο [[έδαφος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «δράκοντες χασματίαι» — δράκοι με μεγάλα και πολύ ανοιχτά στόματα (Κ Μανασσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάσμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στιγματ</i>-<i>ίας</i>, <i>τραυματ</i>-<i>ίας</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''χασμᾰτίᾱς:''' ου adj. m вызывающий в почве трещины ([[σεισμός]] Arst., Diog. L.).
}}
}}

Revision as of 06:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χασμᾰτίας Medium diacritics: χασματίας Low diacritics: χασματίας Capitals: ΧΑΣΜΑΤΙΑΣ
Transliteration A: chasmatías Transliteration B: chasmatias Transliteration C: chasmatias Beta Code: xasmati/as

English (LSJ)

ου, ὁ, a kind of earthquake,

   A which causes fissures in the earth, Arist.Mu.396a4 (v.l. ἱζηματίαι), Posidon. ap. D.L.7.154, Heraclit. All.38.

German (Pape)

[Seite 1340] ὁ, = Folgdm; Arist. de mund. 4, 30; D. L. 7, 154.

Greek (Liddell-Scott)

χασμᾰτίας: -ου, καὶ χασματικός, ὁ, εἶδος ἰσχυροῦ σεισμοῦ, καθ’ ὃν ἡ γῆ ῥήγνυται εἰς χάσματα, Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4, 30, Διογέν. Λαέρτ. 7. 154, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 38.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
είδος δυνατού σεισμού που προξενεί ρωγμές στο έδαφος
μσν.
φρ. «δράκοντες χασματίαι» — δράκοι με μεγάλα και πολύ ανοιχτά στόματα (Κ Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάσμα, -ατος + επίθημα -ίας (πρβλ. στιγματ-ίας, τραυματ-ίας)].

Russian (Dvoretsky)

χασμᾰτίᾱς: ου adj. m вызывающий в почве трещины (σεισμός Arst., Diog. L.).