νοσημάτιον: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(27)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νοσημάτιον]], τὸ (Α) [[νόσημα]]<br />[[νόσος]] ελαφράς μορφής, μικροαρρώστια.
|mltxt=[[νοσημάτιον]], τὸ (Α) [[νόσημα]]<br />[[νόσος]] ελαφράς μορφής, μικροαρρώστια.
}}
{{elru
|elrutext='''νοσημάτιον:''' (ᾰ) τό легкое заболевание, недомогание Arst.
}}
}}

Revision as of 06:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσημάτιον Medium diacritics: νοσημάτιον Low diacritics: νοσημάτιον Capitals: ΝΟΣΗΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: nosēmátion Transliteration B: nosēmation Transliteration C: nosimation Beta Code: noshma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of νόσημα, Ar.Fr.90.

Greek (Liddell-Scott)

νοσημάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ νόσημα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 64.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
maladie légère, indisposition.
Étymologie: νόσημα.

Greek Monolingual

νοσημάτιον, τὸ (Α) νόσημα
νόσος ελαφράς μορφής, μικροαρρώστια.

Russian (Dvoretsky)

νοσημάτιον: (ᾰ) τό легкое заболевание, недомогание Arst.