σεμνότιμος: Difference between revisions
From LSJ
Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σεμνότῑμος:''' -ον ([[τιμή]]), αυτός που περιβάλλεται με σεβασμό, [[σεβάσμιος]], [[αξιοσέβαστος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''σεμνότῑμος:''' -ον ([[τιμή]]), αυτός που περιβάλλεται με σεβασμό, [[σεβάσμιος]], [[αξιοσέβαστος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σεμνότῑμος:''' глубоко почитаемый ([[ἀνάκτωρ]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A reverenced with awe, A.Ch.356 (lyr.), Eu. 833.
German (Pape)
[Seite 872] ehrwürdig, Aesch. ἀνάκτωρ, Ch. 352, vgl. Eum. 797.
Greek (Liddell-Scott)
σεμνότῑμος: -ον, σεβάσμιος, διὰ σεβασμοῦ τιμώμενος, Αἰσχύλ. Χο. 358, Εὐμ. 833.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
vénérable.
Étymologie: σεμνός, τιμή.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που τιμάται με σεβασμό («ἐμπρέπων σεμνότιμος ἀνάκτωρ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + -τιμος (< τιμή), πρβλ. αξιό-τιμος].
Greek Monotonic
σεμνότῑμος: -ον (τιμή), αυτός που περιβάλλεται με σεβασμό, σεβάσμιος, αξιοσέβαστος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
σεμνότῑμος: глубоко почитаемый (ἀνάκτωρ Aesch.).