μεθορία: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(24)
(3)
 
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=μεθόρια, ἡ (Α) [[μεθόριος]]<br />η [[εξορία]].
|mltxt=μεθόρια, ἡ (Α) [[μεθόριος]]<br />η [[εξορία]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεθορία:''' ἡ (sc. [[χώρα]]) пограничная область, сопредельный край (Ἀράβων καὶ Ἀσσυρίων Plut.; Τύρου καὶ Σιδῶνος NT).
}}
}}

Latest revision as of 06:36, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 114] ἡ, sc. γῆ, das Gränzland, die Gränze, S. Emp. adv. math. 7, 151. S. μεθόριος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
v. μεθόριος.

Greek Monolingual

μεθόρια, ἡ (Α) μεθόριος
η εξορία.

Russian (Dvoretsky)

μεθορία: ἡ (sc. χώρα) пограничная область, сопредельный край (Ἀράβων καὶ Ἀσσυρίων Plut.; Τύρου καὶ Σιδῶνος NT).