μεθορία
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
German (Pape)
[Seite 114] ἡ, sc. γῆ, das Gränzland, die Gränze, S. Emp. adv. math. 7, 151. S. μεθόριος.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
v. μεθόριος.
Greek Monolingual
μεθόρια, ἡ (Α) μεθόριος
η εξορία.
Russian (Dvoretsky)
μεθορία: ἡ (sc. χώρα) пограничная область, сопредельный край (Ἀράβων καὶ Ἀσσυρίων Plut.; Τύρου καὶ Σιδῶνος NT).