ἴδμεν: Difference between revisions

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἴδμεν:''' Ιων. και Δωρ. αντί [[ἴσμεν]], αʹ πληθ. του [[οἶδα]]· [[ἴδμεν]], [[ἴδμεναι]], Επικ. αντί [[εἰδέναι]], απαρ. του [[οἶδα]].
|lsmtext='''ἴδμεν:''' Ιων. και Δωρ. αντί [[ἴσμεν]], αʹ πληθ. του [[οἶδα]]· [[ἴδμεν]], [[ἴδμεναι]], Επικ. αντί [[εἰδέναι]], απαρ. του [[οἶδα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἴδμεν:''' <b class="num">I</b> ион.-дор. (= [[ἴσμεν]]) 1 л. pl. praes. к [[οἶδα]] (см. *[[εἴδω]]).<br /><b class="num">II</b> (= [[εἰδέναι]]) эп. inf. к [[οἶδα]] (см. *[[εἴδω]]).
}}
}}

Revision as of 06:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴδμεν Medium diacritics: ἴδμεν Low diacritics: ίδμεν Capitals: ΙΔΜΕΝ
Transliteration A: ídmen Transliteration B: idmen Transliteration C: idmen Beta Code: i)/dmen

English (LSJ)

Ion., Aeol., Dor. for ἴσμεν: ἴδμεν, ἴδμεναι, Ep. for εἰδέναι;

   A v. οἶδα.

Greek (Liddell-Scott)

ἴδμεν: Ἰων. καὶ Δωρ. ἀντὶ ἴσμεν: - ἴδμεν, ἴδμεναι, Ἐπικ. ἀντὶ εἰδέναι· ἴδε οἶδα.

French (Bailly abrégé)

ion. et dor. c. ἴσμεν, 1ᵉ pl. de οἶδα, v. *εἴδω;
épq. c. εἰδέναι, inf. de οἶδα, v. *εἴδω.

Greek Monotonic

ἴδμεν: Ιων. και Δωρ. αντί ἴσμεν, αʹ πληθ. του οἶδα· ἴδμεν, ἴδμεναι, Επικ. αντί εἰδέναι, απαρ. του οἶδα.

Russian (Dvoretsky)

ἴδμεν: I ион.-дор. (= ἴσμεν) 1 л. pl. praes. к οἶδα (см. *εἴδω).
II (= εἰδέναι) эп. inf. к οἶδα (см. *εἴδω).