ἴδμεν

From LSJ

ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴδμεν Medium diacritics: ἴδμεν Low diacritics: ίδμεν Capitals: ΙΔΜΕΝ
Transliteration A: ídmen Transliteration B: idmen Transliteration C: idmen Beta Code: i)/dmen

English (LSJ)

Ion., Aeol., Dor. for ἴσμεν: ἴδμεν, ἴδμεναι, Ep. for εἰδέναι; v. οἶδα.

French (Bailly abrégé)

ion. et dor. c. ἴσμεν, 1ᵉ pl. de οἶδα, v. *εἴδω;
épq. c. εἰδέναι, inf. de οἶδα, v. *εἴδω.

Russian (Dvoretsky)

ἴδμεν:
I ион.-дор. (= ἴσμεν) 1 л. pl. praes. к οἶδα (см. *εἴδω).
II (= εἰδέναι) эп. inf. к οἶδα (см. *εἴδω).

Greek (Liddell-Scott)

ἴδμεν: Ἰων. καὶ Δωρ. ἀντὶ ἴσμεν: - ἴδμεν, ἴδμεναι, Ἐπικ. ἀντὶ εἰδέναι· ἴδε οἶδα.

Greek Monotonic

ἴδμεν: Ιων. και Δωρ. αντί ἴσμεν, αʹ πληθ. του οἶδα· ἴδμεν, ἴδμεναι, Επικ. αντί εἰδέναι, απαρ. του οἶδα.