ἴδμεν
From LSJ
ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world
English (LSJ)
Ion., Aeol., Dor. for ἴσμεν: ἴδμεν, ἴδμεναι, Ep. for εἰδέναι; v. οἶδα.
French (Bailly abrégé)
ion. et dor. c. ἴσμεν, 1ᵉ pl. de οἶδα, v. *εἴδω;
épq. c. εἰδέναι, inf. de οἶδα, v. *εἴδω.
Russian (Dvoretsky)
ἴδμεν:
I ион.-дор. (= ἴσμεν) 1 л. pl. praes. к οἶδα (см. *εἴδω).
II (= εἰδέναι) эп. inf. к οἶδα (см. *εἴδω).
Greek (Liddell-Scott)
ἴδμεν: Ἰων. καὶ Δωρ. ἀντὶ ἴσμεν: - ἴδμεν, ἴδμεναι, Ἐπικ. ἀντὶ εἰδέναι· ἴδε οἶδα.
Greek Monotonic
ἴδμεν: Ιων. και Δωρ. αντί ἴσμεν, αʹ πληθ. του οἶδα· ἴδμεν, ἴδμεναι, Επικ. αντί εἰδέναι, απαρ. του οἶδα.