πλαγιοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(6_3)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλᾰγιοφύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων τὰ πλάγια στρατοῦ κατὰ τὴν πορείαν, [[τρεῖς]] ἴλας ἱππέων καὶ πλαγιοφύλακας τὰς ἴσας Διόδ. 17. 82.
|lstext='''πλᾰγιοφύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων τὰ πλάγια στρατοῦ κατὰ τὴν πορείαν, [[τρεῖς]] ἴλας ἱππέων καὶ πλαγιοφύλακας τὰς ἴσας Διόδ. 17. 82.
}}
{{elru
|elrutext='''πλᾰγιοφύλαξ:''' ᾰκος (ῠ) adj. охраняющий (прикрывающий) фланги (ἶλαι Diod.).
}}
}}

Revision as of 06:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰγιοφύλαξ Medium diacritics: πλαγιοφύλαξ Low diacritics: πλαγιοφύλαξ Capitals: ΠΛΑΓΙΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: plagiophýlax Transliteration B: plagiophylax Transliteration C: plagiofylaks Beta Code: plagiofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, ἡ,

   A guarding the flanks of an army on the march, ἶλαι π. D.S.19.82 (v.l. πλᾰγιο-φύλακοι) ; esp. of the corner man in the ῥόμβος (q.v.) of cavalry, Ascl.Tact.7.2,6, Arr.Tact.16.5 ; cf. πλαγυφύλαξ.

German (Pape)

[Seite 623] ακος, ὁ, der die Flanken des Heeres auf dem Marsche bewacht u. schützt, D. Sic. 19, 82.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰγιοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων τὰ πλάγια στρατοῦ κατὰ τὴν πορείαν, τρεῖς ἴλας ἱππέων καὶ πλαγιοφύλακας τὰς ἴσας Διόδ. 17. 82.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰγιοφύλαξ: ᾰκος (ῠ) adj. охраняющий (прикрывающий) фланги (ἶλαι Diod.).