πλαγιοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(6_3) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλᾰγιοφύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων τὰ πλάγια στρατοῦ κατὰ τὴν πορείαν, [[τρεῖς]] ἴλας ἱππέων καὶ πλαγιοφύλακας τὰς ἴσας Διόδ. 17. 82. | |lstext='''πλᾰγιοφύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων τὰ πλάγια στρατοῦ κατὰ τὴν πορείαν, [[τρεῖς]] ἴλας ἱππέων καὶ πλαγιοφύλακας τὰς ἴσας Διόδ. 17. 82. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλᾰγιοφύλαξ:''' ᾰκος (ῠ) adj. охраняющий (прикрывающий) фланги (ἶλαι Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, ἡ,
A guarding the flanks of an army on the march, ἶλαι π. D.S.19.82 (v.l. πλᾰγιο-φύλακοι) ; esp. of the corner man in the ῥόμβος (q.v.) of cavalry, Ascl.Tact.7.2,6, Arr.Tact.16.5 ; cf. πλαγυφύλαξ.
German (Pape)
[Seite 623] ακος, ὁ, der die Flanken des Heeres auf dem Marsche bewacht u. schützt, D. Sic. 19, 82.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰγιοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων τὰ πλάγια στρατοῦ κατὰ τὴν πορείαν, τρεῖς ἴλας ἱππέων καὶ πλαγιοφύλακας τὰς ἴσας Διόδ. 17. 82.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰγιοφύλαξ: ᾰκος (ῠ) adj. охраняющий (прикрывающий) фланги (ἶλαι Diod.).