κατέσσυτο: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(5)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατέσσῠτο:''' γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του [[κατασεύομαι]].
|lsmtext='''κατέσσῠτο:''' γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του [[κατασεύομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατέσσῠτο:''' эп. 3 л. sing. aor. 2 к [[κατασεύομαι]].
}}
}}

Revision as of 06:44, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κατέσσῠτο: ἴδε κατασεύομαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao.2 de κατασεύομαι.

English (Autenrieth)

see κατασεύομαι.

Greek Monotonic

κατέσσῠτο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του κατασεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατέσσῠτο: эп. 3 л. sing. aor. 2 к κατασεύομαι.