κατέσσυτο: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
(5) |
(2b) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατέσσῠτο:''' γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του [[κατασεύομαι]]. | |lsmtext='''κατέσσῠτο:''' γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του [[κατασεύομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατέσσῠτο:''' эп. 3 л. sing. aor. 2 к [[κατασεύομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
κατέσσῠτο: ἴδε κατασεύομαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2 de κατασεύομαι.
English (Autenrieth)
see κατασεύομαι.
Greek Monotonic
κατέσσῠτο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του κατασεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
κατέσσῠτο: эп. 3 л. sing. aor. 2 к κατασεύομαι.