θρέπτειρα: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
(5) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θρέπτειρα:''' ἡ, θηλ. του [[θρεπτήρ]], σε Ευρ., Ανθ. Π. | |lsmtext='''θρέπτειρα:''' ἡ, θηλ. του [[θρεπτήρ]], σε Ευρ., Ανθ. Π. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θρέπτειρα:''' ἡ<b class="num">1)</b> выкармливающая, нянька (παίδων Eur.);<br /><b class="num">2)</b> вскармливающая, кормилица ([[Φρυγία]] λεόντων θ. Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, fem. of θρεπτήρ, E.Tr.195 (lyr.), AP5.105 (Diotim.), 6.51: metaph.,
A Δίκη θ. πολήων Opp.H.2.680.
German (Pape)
[Seite 1217] ἡ, Ernährerinn; παίδων Eur. Tr. 195; sp. D., wie Δίκη θρ. πολήων Opp. H. 2, 680; Phrygien λεόντων θρ. Ep. ad. 174 (VI, 51).
Greek Monotonic
θρέπτειρα: ἡ, θηλ. του θρεπτήρ, σε Ευρ., Ανθ. Π.
Russian (Dvoretsky)
θρέπτειρα: ἡ1) выкармливающая, нянька (παίδων Eur.);
2) вскармливающая, кормилица (Φρυγία λεόντων θ. Anth.).