ψόγιος: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
(6)
(4b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψόγιος:''' -α, -ον, αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, ο [[επικριτικός]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ψόγιος:''' -α, -ον, αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, ο [[επικριτικός]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ψόγιος:''' Pind. = [[ψογερός]].
}}
}}

Revision as of 06:48, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1401] tadelnd, tadelsüchtig, Pind. N. 7, 69, wo vor Böckh ψέγιος gelesen wurde, was Schneider in ψόγιος besserte.

Greek (Liddell-Scott)

ψόγιος: -α, -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ ψέγῃ, νὰ κατηγορῇ, νὰ κατακρίνῃ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Schneider παρὰ Πινδ. Ν. 7. 102, ἀντὶ τοῦ ἀνωμάλου τύπου ψέγιος. ΙΙ. ἀξιόμεμπτος, «ψόγ(ε)ια· ψογερά, καὶ οὐκ ἄξια ἀκοῆς» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. ψογερός.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α ψόγος
1. (με ενεργ
σημ.) φιλοκατήγορος, ψογερός
2. (με παθ. σημ.) (κατά τον Ησύχ.) αξιόμεμπτος.

Greek Monotonic

ψόγιος: -α, -ον, αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, ο επικριτικός, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ψόγιος: Pind. = ψογερός.