συνομολογία: Difference between revisions

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73
(40)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[συνομολογῶ]]<br />[[συμφωνία]], [[συναίνεση]].
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[συνομολογῶ]]<br />[[συμφωνία]], [[συναίνεση]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνομολογία:''' ἡ соглашение Plat.
}}
}}

Revision as of 06:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνομολογία Medium diacritics: συνομολογία Low diacritics: συνομολογία Capitals: ΣΥΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: synomología Transliteration B: synomologia Transliteration C: synomologia Beta Code: sunomologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A concession, agreement, Pl.Sph.252a, Lg.966a.

Greek (Liddell-Scott)

συνομολογία: ἡ, τὸ συνομολογεῖν, παραχώρησις, συμφωνία, ταχὺ ταύτῃ τῇ συνομολογίᾳ πάντα ἀνάστατα γέγονεν Πλάτ. Σοφιστ. 252Α, Νόμ. 966Α.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ συνομολογῶ
συμφωνία, συναίνεση.

Russian (Dvoretsky)

συνομολογία: ἡ соглашение Plat.