χρυσεραστής: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(47b)
(4b)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[άτομο]] που αγαπά υπερβολικά τον χρυσό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐραστής]].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[άτομο]] που αγαπά υπερβολικά τον χρυσό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐραστής]].
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσεραστής:''' οῦ ὁ златолюбец, стяжатель Babr.
}}
}}

Revision as of 06:52, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1380] ὁ, Liebhaber des Goldes, Babr.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεραστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐρῶν τοῦ χρυσίου, ἐραστὴς τῶν χρημάτων, φιλάργυρος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Βαβρίου.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui a l’amour de l’or.
Étymologie: χρυσός, ἐράω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
άτομο που αγαπά υπερβολικά τον χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἐραστής.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσεραστής: οῦ ὁ златолюбец, стяжатель Babr.