ἡμίδουλος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡμίδουλος:''' -ον, ημιελεύθερος, κατά το ήμισυ [[δούλος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἡμίδουλος:''' -ον, ημιελεύθερος, κατά το ήμισυ [[δούλος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμίδουλος:''' ὁ полураб Eur.
}}
}}

Revision as of 06:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίδουλος Medium diacritics: ἡμίδουλος Low diacritics: ημίδουλος Capitals: ΗΜΙΔΟΥΛΟΣ
Transliteration A: hēmídoulos Transliteration B: hēmidoulos Transliteration C: imidoulos Beta Code: h(mi/doulos

English (LSJ)

ον,

   A half-slave, E.Andr.942, Chrysipp.Stoic.2.284.

German (Pape)

[Seite 1167] ὁ, Halbsklave, Eur. Andr. 943.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίδουλος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ δοῦλος, Εὐρ. Ἀνδρ. 942, Οἰνόμ. παρ᾿ Εὐσ. Π. Ε. 255Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié esclave.
Étymologie: ἡμι-, δοῦλος.

Greek Monolingual

ἡμίδουλος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ δούλος, ο σχεδόν δούλος.

Greek Monotonic

ἡμίδουλος: -ον, ημιελεύθερος, κατά το ήμισυ δούλος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίδουλος: ὁ полураб Eur.