στενακτέον: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(6)
(4)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στενακτέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει [[κάποιος]] να αναστενάξει, να θρηνήσει, σε Ευρ.
|lsmtext='''στενακτέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει [[κάποιος]] να αναστενάξει, να θρηνήσει, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''στενακτέον:''' adj. verb. к [[στενάζω]].
}}
}}

Revision as of 07:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενακτέον Medium diacritics: στενακτέον Low diacritics: στενακτέον Capitals: ΣΤΕΝΑΚΤΕΟΝ
Transliteration A: stenaktéon Transliteration B: stenakteon Transliteration C: stenakteon Beta Code: stenakte/on

English (LSJ)

   A one must bewail, τὰ τούτων E.Supp.291.

Greek (Liddell-Scott)

στενακτέον: πρέπει τις νὰ στενάξῃ, νὰ θρηνήσῃ, τὰ τούτων Εὐρ. Ἱκέτ. 291.

Greek Monotonic

στενακτέον: ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να αναστενάξει, να θρηνήσει, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

στενακτέον: adj. verb. к στενάζω.