κατερεύγω: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
(5)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατερεύγω:''' αόρ. βʹ <i>-ήρῠγον</i>, [[ρεύομαι]] [[μπροστά]] σε κάποιον, <i>τινός</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κατερεύγω:''' αόρ. βʹ <i>-ήρῠγον</i>, [[ρεύομαι]] [[μπροστά]] σε κάποιον, <i>τινός</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατερεύγω:''' (aor. κατήρῠγον) изрыгать, тж. обдавать ([[θερμόν]] τινος Arph.).
}}
}}

Revision as of 07:04, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1397] anspeien, entgegenrülpsen, ὡς θερμὸν ἡ μιαρά τί μου κατήρυγεν Ar. Vesp. 1151.

Greek (Liddell-Scott)

κατερεύγω: ἀόρ. -ἡρῠγον, ἐρεύγομαι ἐνώπιον ἢ ἐπί τινος, ὡς θερμὸν ἡ μιαρά τί μου κατήρυγεν, ὁ Σχολ. «κατέπνευσεν ὡς ἐπὶ τῶν κατὰ τροφὴν ἐρευγομένων», Ἀριστοφ. Σφ. 1151.

French (Bailly abrégé)

vomir sur.
Étymologie: κατά, ἐρεύγομαι.

Greek Monotonic

κατερεύγω: αόρ. βʹ -ήρῠγον, ρεύομαι μπροστά σε κάποιον, τινός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατερεύγω: (aor. κατήρῠγον) изрыгать, тж. обдавать (θερμόν τινος Arph.).