πολυεύχετος: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολυεύχετος:''' -ον, = [[πολύευκτος]], σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''πολυεύχετος:''' -ον, = [[πολύευκτος]], σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυεύχετος:''' HH = [[πολύευκτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, = foreg. 1, h.Cer.165.
German (Pape)
[Seite 662] wie πολύευκτος, viel oder sehr gewünscht, H. h. Cer. 165.
Greek (Liddell-Scott)
πολυεύχετος: -ον, = πολύευκτος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 165.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολύευκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -εύχετος (< εὔχομαι), πρβλ. απ-εύχετος].
Greek Monotonic
πολυεύχετος: -ον, = πολύευκτος, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
πολυεύχετος: HH = πολύευκτος.