στροφέω: Difference between revisions
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στροφέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υποφέρω]] από κολικό του εντέρου (βλ. [[στρόφος]] II), σε Αριστοφ. | |lsmtext='''στροφέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υποφέρω]] από κολικό του εντέρου (βλ. [[στρόφος]] II), σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στροφέω:''' <b class="num">1)</b> [[στρόφος]] 5] страдать резями в животе Arph.;<br /><b class="num">2)</b> Arph. v. l. = [[στρέφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A cause the colic (cf. στρόφος 11), Ar.Pax 175.
German (Pape)
[Seite 956] = στρέφω, trans. und intrans., – bes. Leibschneiden haben, στροφεῖ τι πνεῦμα περὶ τὸν ὀμφαλόν, Ar. Pax 175.
Greek (Liddell-Scott)
στροφέω: ἔχω πόνους κατὰ τὴν γαστέρα, κωλικόπονον (ἴδε στρόφος ΙΙ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 175.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 intr. tourner, rouler;
2 avoir des coliques, des tranchées.
Étymologie: στροφή.
Greek Monotonic
στροφέω: μέλ. -ήσω, υποφέρω από κολικό του εντέρου (βλ. στρόφος II), σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
στροφέω: 1) στρόφος 5] страдать резями в животе Arph.;
2) Arph. v. l. = στρέφω.