συμφιλοτιμέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμφῐλοτῑμέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[συμμετέχω]] σε προσπάθειες που καταβάλλονται με ζήλο, σε Πλούτ.
|lsmtext='''συμφῐλοτῑμέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[συμμετέχω]] σε προσπάθειες που καταβάλλονται με ζήλο, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμφῐλοτιμέομαι:''' <b class="num">1)</b> из тщеславия стремиться, из честолюбия соперничать или подражать (τινι и εἴς τι Diod.; πρός τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> соревноваться (τινι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (из честолюбия) покровительствовать, оказывать поддержку (τοῖς μαντεύμασιν Plut.).
}}
}}

Revision as of 07:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφῐλοτῑμέομαι Medium diacritics: συμφιλοτιμέομαι Low diacritics: συμφιλοτιμέομαι Capitals: ΣΥΜΦΙΛΟΤΙΜΕΟΜΑΙ
Transliteration A: symphilotiméomai Transliteration B: symphilotimeomai Transliteration C: symfilotimeomai Beta Code: sumfilotime/omai

English (LSJ)

   A join in zealous efforts, abs. or c. dat., D.S.2.18, Plu.2.813c, Luc.6, Supp.Epigr.4.319.2 (Panamara, ii A.D.), etc.; τινὶ εἴς τι IG22.1225.6 (Salamis, iii B.C.), D.S.19.52:—also Act., -τιμῶν τῇ τοῦ πατρὸς προαιρέσει Supp.Epigr.4.442 (Milet., ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 992] dep. pass., Etwas mit od. zugleich aus Ehrsucht thun, τῇ τ' ἀνδρὸς μεγαλοπρεπείᾳ πάντων συμφιλοτιμουμένων, D. Sic. 19, 51, indem Alle ihren Ehrgeiz darauf richteten, es der Großmuth des Mannes nachzuthun; vgl. 2, 18; Plut. Lucull. 6.

Greek (Liddell-Scott)

συμφῐλοτῑμέομαι: φιλοτιμοῦμαι ὁμοίως, Διόδ. 2. 18, Πλουτ. Λούκουλλ. 6, κτλ.· τινι εἴς τι Διόδ. 19. 52· ἀπολ., Πλούτ. 2. 813D.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
rivaliser de zèle ; en gén. rivaliser avec, τινι.
Étymologie: σύν, φιλοτιμέομαι.

Greek Monotonic

συμφῐλοτῑμέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., συμμετέχω σε προσπάθειες που καταβάλλονται με ζήλο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συμφῐλοτιμέομαι: 1) из тщеславия стремиться, из честолюбия соперничать или подражать (τινι и εἴς τι Diod.; πρός τι Plut.);
2) соревноваться (τινι Plut.);
3) (из честолюбия) покровительствовать, оказывать поддержку (τοῖς μαντεύμασιν Plut.).