μελίστακτος: Difference between revisions
From LSJ
τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελίστακτος:''' -ον, το προηγ., σε Ανθ. | |lsmtext='''μελίστακτος:''' -ον, το προηγ., σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελίστακτος:''' Anth. = [[μελισταγής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, = foreg. 2,
A Μοῦσαι AP4.1.33 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 124] dasselbe, Μοῦσαι, Mel. 1, 31 (IV, 1).
Greek Monolingual
μελίστακτος, -ον (Μ)
μελισταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + στακτός (< στάζω), πρβλ. πυρό-στακτος].
Greek Monotonic
μελίστακτος: -ον, το προηγ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μελίστακτος: Anth. = μελισταγής.