τετανόθριξ: Difference between revisions
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τετᾰνόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[μακριά]] ίσια μαλλιά, σε Πλάτ. | |lsmtext='''τετᾰνόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[μακριά]] ίσια μαλλιά, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τετᾰνόθριξ:''' τρῐχος adj. с длинными и прямыми волосами Plat., Sext. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. τριχος,
A with long straight hair, Pl.Euthphr. 2b, S.E.M.5.95; = prolixus, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1096] τριχος, ὁ, ἡ, mit langem od. glattem, schlichtem Haare; Plat. Euthyphr. 2 b; Ggstz von οὐλόκομος, S. Emp. adv. math. 7, 267.
Greek (Liddell-Scott)
τετᾰνόθριξ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ τεταμένας τρίχας, ἀντίθετον τῷ οὐλόθριξ, Πλάτ. Εὐθύφρων 2Β, Σέξτ. Ἑμπ. π. Μ. 5. 95.
French (Bailly abrégé)
ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux longs et plats.
Étymologie: τετανός, θρίξ.
Greek Monolingual
-τριχος, ό, ἡ, Α
αυτός που έχει μακριά και ίσια μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέτανος + θρίξ, τριχός (πρβλ. χρυσό-θριξ)].
Greek Monotonic
τετᾰνόθριξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει μακριά ίσια μαλλιά, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
τετᾰνόθριξ: τρῐχος adj. с длинными и прямыми волосами Plat., Sext.