καταβείομεν: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(2b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταβείομεν:''' Επικ. αντί <i>καταβῶμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του [[καταβαίνω]]· [[καταβήμεναι]], αντί <i>καταβῆναι</i>, απαρ. αορ. βʹ· [[καταβήσεο]], αντί <i>κατάβησαι</i>, Μέσ. προστ. αορ. αʹ. | |lsmtext='''καταβείομεν:''' Επικ. αντί <i>καταβῶμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του [[καταβαίνω]]· [[καταβήμεναι]], αντί <i>καταβῆναι</i>, απαρ. αορ. βʹ· [[καταβήσεο]], αντί <i>κατάβησαι</i>, Μέσ. προστ. αορ. αʹ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταβείομεν:''' эп. (= καταβῶμεν) 1 л. pl. conjct. к [[καταβαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
καταβείομεν: Ἐπικ. ὑποτ. ἀόρ. β΄ τοῦ καταβαίνω.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. épq. sbj. ao.2 de καταβαίνω.
Greek Monotonic
καταβείομεν: Επικ. αντί καταβῶμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του καταβαίνω· καταβήμεναι, αντί καταβῆναι, απαρ. αορ. βʹ· καταβήσεο, αντί κατάβησαι, Μέσ. προστ. αορ. αʹ.
Russian (Dvoretsky)
καταβείομεν: эп. (= καταβῶμεν) 1 л. pl. conjct. к καταβαίνω.