παρημελημένως: Difference between revisions
From LSJ
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
(31) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> απερίσκεπτα, αμελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>παρημελημένος</i> του <i>παραμελῶ</i>]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> απερίσκεπτα, αμελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>παρημελημένος</i> του <i>παραμελῶ</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρημελημένως:''' [adv. к part. pf. pass. от [[παραμελέω]] с пренебрежением, пренебрежительно Plut., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., (παραμελέω)
A negligently, διατρεφόμενος Plu. 2.34od, f.l. in D.H.7.12.
German (Pape)
[Seite 521] adv. part. perf. pass. von παραμελέω, vernachlässigt, Dion. Hal. 7, 12 Luc. amor. 50.
Greek (Liddell-Scott)
παρημελημένως: Ἐπίρρ., ἀμελῶς, ἀπερισκέπτως, Διον. Ἁλ. 7. 12.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. απερίσκεπτα, αμελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρημελημένος του παραμελῶ].
Russian (Dvoretsky)
παρημελημένως: [adv. к part. pf. pass. от παραμελέω с пренебрежением, пренебрежительно Plut., Luc.