γρίπων: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γρίπων:''' ὁ ([[γρῖπος]]), [[ψαράς]], σε Ανθ. | |lsmtext='''γρίπων:''' ὁ ([[γρῖπος]]), [[ψαράς]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γρίπων:''' ωνος (ῑ) ὁ Anth. = [[γριπεύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ὁ, (γρῖπος)
A fisherman, γρίπωνος γριπεὺς . . ἔχωσε τάφον AP7.504.12 (Leon). (Prob. a pr. n.)
Greek (Liddell-Scott)
γρίπων: ὁ, (γρῖπος) ἁλιεύς, γρίπωνος γριπεὺς ἔχωσε τάφον Ἀνθ. Π. 7. 504˙ πρβλ. γριπεύς.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
c. γριπεύς.
Greek Monolingual
γρίπων, ο (Α) γρίπος
ο γριπεύς.
Greek Monotonic
γρίπων: ὁ (γρῖπος), ψαράς, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
γρίπων: ωνος (ῑ) ὁ Anth. = γριπεύς.