μαθητιάω: Difference between revisions

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾰθητιάω:''' [[εφετικός]] [[τύπος]] του [[μανθάνω]],<br /><b class="num">I.</b>[[επιθυμώ]] να γίνω [[μαθητής]] κάποιου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[μαθητεύω]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μᾰθητιάω:''' [[εφετικός]] [[τύπος]] του [[μανθάνω]],<br /><b class="num">I.</b>[[επιθυμώ]] να γίνω [[μαθητής]] κάποιου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[μαθητεύω]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰθητιάω:''' <b class="num">1)</b> хотеть учиться: δεῖξόν μου τὸν Σωκράτη, μαθητιῶ γάρ Arph. покажи мне Сократа, я хочу стать его учеником;<br /><b class="num">2)</b> (= [[μαθητεύω]]<br /><b class="num">1)</b> состоять учеником, учиться Anth.
}}
}}

Revision as of 07:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰθητιάω Medium diacritics: μαθητιάω Low diacritics: μαθητιάω Capitals: ΜΑΘΗΤΙΑΩ
Transliteration A: mathētiáō Transliteration B: mathētiaō Transliteration C: mathitiao Beta Code: maqhtia/w

English (LSJ)

Desiderat.,

   A wish to become a disciple, wish to learn, Ar.Nu.183, Ps.- Luc.Philopatr.14, AP15.38 (Cometas).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰθητιάω: ἐφετικὸν τοῦ μανθάνω, ἐπιθυμῶ νὰ γείνω μαθητής, Ἀριστοφ. Νεφ. 183, κτλ. II. παρὰ μεταγεν.= μαθητεύω, Ἀνθ. Π. 15. 38.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 avoir le désir d’apprendre;
2 être disciple.
Étymologie: μαθητής.

Greek Monotonic

μᾰθητιάω: εφετικός τύπος του μανθάνω,
I.επιθυμώ να γίνω μαθητής κάποιου, σε Αριστοφ.
II. μαθητεύω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰθητιάω: 1) хотеть учиться: δεῖξόν μου τὸν Σωκράτη, μαθητιῶ γάρ Arph. покажи мне Сократа, я хочу стать его учеником;
2) (= μαθητεύω
1) состоять учеником, учиться Anth.