ἀποδημητής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδημητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ζει ή ταξιδεύει στα [[ξένα]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀποδημητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ζει ή ταξιδεύει στα [[ξένα]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδημητής:''' οῦ ὁ любитель путешествовать Thuc.
}}
}}

Revision as of 07:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδημητής Medium diacritics: ἀποδημητής Low diacritics: αποδημητής Capitals: ΑΠΟΔΗΜΗΤΗΣ
Transliteration A: apodēmētḗs Transliteration B: apodēmētēs Transliteration C: apodimitis Beta Code: a)podhmhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who goes abroad, is not tied to his home, opp. ἐνδημότατος, Th.1.70.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδημητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀποδημῶν, ὁ ζῶν ἐν τῇ ἀλλοδαπῇ, ὁ μὴ ἐνδημῶν, ὁ ταξειδεύων, καὶ ἀποδημηταὶ πρὸς ἐνδημοτάτους Θουκ. 1. 70, πρβλ. Πολυδ. Θ΄, 9.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui voyage à l’étranger.
Étymologie: ἀποδημέω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
alguien que está ausente, en el extranjeroop. ἐνδημότατος Th.1.70.

Greek Monolingual

ἀποδημητής, ο (Α)
αυτός που ξενιτεύεται, που ταξιδεύει.

Greek Monotonic

ἀποδημητής: -οῦ, ὁ, αυτός που ζει ή ταξιδεύει στα ξένα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδημητής: οῦ ὁ любитель путешествовать Thuc.