ἀποδημητής
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
English (LSJ)
ἀποδημητοῦ, ὁ, one who goes abroad, one who is not tied to his home, opp. ἐνδημότατος, Th.1.70.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
alguien que está ausente, en el extranjero op. ἐνδημότατος Th.1.70.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui voyage à l'étranger.
Étymologie: ἀποδημέω.
German (Pape)
ὁ, der gern außer Landes ist und Reisen macht, Thuc. 1.70, Gegensatz ἐνδημότατος.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδημητής: οῦ ὁ любитель путешествовать Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδημητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀποδημῶν, ὁ ζῶν ἐν τῇ ἀλλοδαπῇ, ὁ μὴ ἐνδημῶν, ὁ ταξειδεύων, καὶ ἀποδημηταὶ πρὸς ἐνδημοτάτους Θουκ. 1. 70, πρβλ. Πολυδ. Θ΄, 9.
Greek Monolingual
ἀποδημητής, ο (Α)
αυτός που ξενιτεύεται, που ταξιδεύει.
Greek Monotonic
ἀποδημητής: -οῦ, ὁ, αυτός που ζει ή ταξιδεύει στα ξένα, σε Θουκ.