ἐπινοητός: Difference between revisions
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
(13) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπινοητός]], -ή, -όν (Α) [[επινοώ]]<br /><b>1.</b> [[κατανοητός]], [[εύληπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπάρχει στον νου. | |mltxt=[[ἐπινοητός]], -ή, -όν (Α) [[επινοώ]]<br /><b>1.</b> [[κατανοητός]], [[εύληπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπάρχει στον νου. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπινοητός:''' выдуманный, воображаемый, мысленный Sext. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A conceivable, Vit.Philonid.p.10C., Phld.Mus. p.92 K.; object of thought, existing in the mind, S.E.M.8.38.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινοητός: -ή, -όν, ὑπάρχων ἐν τῷ νῷ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 38.
Greek Monolingual
ἐπινοητός, -ή, -όν (Α) επινοώ
1. κατανοητός, εύληπτος
2. αυτός που υπάρχει στον νου.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινοητός: выдуманный, воображаемый, мысленный Sext.