ἀποκαύλισις: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποκαύλισις:''' -εως, ἡ, [[αποκοπή]] στελέχους, [[σμίκρυνση]], [[απόσπαση]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἀποκαύλισις:''' -εως, ἡ, [[αποκοπή]] στελέχους, [[σμίκρυνση]], [[απόσπαση]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποκαύλισις:''' εως ἡ отламывание, поломка (πηδαλίων Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A breaking off by the stalk: snapping, πηδαλίων Luc.Merc.Cond.1.
German (Pape)
[Seite 306] ἡ, das Abbrechen des Stengels, das Durchbrechen, πηδαλίων Luc. de merc. cond. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαύλισις: -εως, ἡ, ἡ ἀποκοπὴ τοῦ καυλοῦ, τοῦ στελέχους, ἀποκοπὴ κατὰ τὸ μέσον, ἀπόσπασις, πηδαλίων Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 1.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de briser net comme à la tige.
Étymologie: ἀποκαυλίζω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ rotura πηδαλίων Luc.Merc.Cond.1.
Greek Monotonic
ἀποκαύλισις: -εως, ἡ, αποκοπή στελέχους, σμίκρυνση, απόσπαση, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκαύλισις: εως ἡ отламывание, поломка (πηδαλίων Luc.).