θεοβλαβέω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θεοβλᾰβέω:''' [[προσβάλλω]] τους θεούς, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''θεοβλᾰβέω:''' [[προσβάλλω]] τους θεούς, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θεοβλᾰβέω:''' совершать безумные поступки против богов (ὑπερκόμπῳ θράσει Aesch.).
}}
}}

Revision as of 07:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοβλαβέω Medium diacritics: θεοβλαβέω Low diacritics: θεοβλαβέω Capitals: ΘΕΟΒΛΑΒΕΩ
Transliteration A: theoblabéō Transliteration B: theoblabeō Transliteration C: theovlaveo Beta Code: qeoblabe/w

English (LSJ)

   A to be θεοβλαβής, A.Pers.831, Them.Or.4.56c.

German (Pape)

[Seite 1195] 1) gegen die Götter freveln, ὑπερκόπῳ θράσει Aesch. Pers. 817. – 2) ein θεοβλαβής sein, geistesverwirrt sein, Themist. or. 4 p. 56.

Greek (Liddell-Scott)

θεοβλᾰβέω: ἁμαρτάνω εἰς τοὺς θεούς, ἀσεβῶ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 831. 2) εἶμαι θεοβλαβής, εἶμαι βεβλαμμένος τὰς φρένας ὑπὸ θεοῦ, Θεμίστ. 56C.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
offense les dieux, se révolter contre les dieux.
Étymologie: θεοβλαβής.

Greek Monotonic

θεοβλᾰβέω: προσβάλλω τους θεούς, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θεοβλᾰβέω: совершать безумные поступки против богов (ὑπερκόμπῳ θράσει Aesch.).